- μελαμβαφής
- μελαμ-βαφής, ές, schwarzgefärbt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαμβαφής — μελαμβαφής, ές (ΑM) βαμμένος μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμο βαφής, ερυθρο βαφής] … Dictionary of Greek
μελαμβαφῆ — μελαμβαφής dark dyed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μελαμβαφής dark dyed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μελαμβαφής dark dyed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαφεῖς — μελαμβαφής dark dyed masc/fem acc pl μελαμβαφής dark dyed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαφές — μελαμβαφής dark dyed masc/fem voc sg μελαμβαφής dark dyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαφέσι — μελαμβαφής dark dyed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πύλου Αντωνοπούλειο — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου χτίστηκε το 1956, με έξοδα του οδοντίατρου Χρήστου Αντωνόπουλου, για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα της Πυλίας που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Στο μουσείο στεγάζονται αγγεία, έργα μικροτεχνίας,… … Dictionary of Greek